επανωτός

επανωτός
και απανωτός, -ή, -ό (Μ ἐπανωτός και ἀπανωτός, -ή, -ό)
1. αυτός που βρίσκεται επάνω ή ακριβώς δίπλα στον άλλον, ο αλλεπάλληλος
2. χρον. ο ένας σε συνέχεια μετά τον άλλο, ο επάλληλος.
επίρρ...
επανωτά ή απανωτά
α. σωρηδόν, σωριαστά, χύμα
β. με τρόπο που να είναι ο ένας πάνω ή μετά από τον άλλο, αλλεπάλληλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επάνω + -τός
πρβλ. αλυσιδωτός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”